- κάργα
- (I)επίρρ.1. πλήρως, ξεχειλιστά, ώς απάνω, ώς τα χείλια, ξέχειλα, φίσκα («όλα τα ποτήρια είναι κάργα γεμάτα»)2. σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό («το θέατρο κάθε βράδυ είναι κάργα»)3. έντονα, με όλη τη δύναμη4. πολύ σφιχτά («τού έδεσαν τα χέρια κάργα»5. φρ. ναυτ. «κάργα τα κουπιά» — πρόσταγμα στους κωπηλάτες να κωπηλατούν με όλη τους τη δύναμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. carga].————————(II)και κάργια και κάρια, η (Μ κάργα)άλλη κοινή ονομασία τής καλιακούδαςμσν.φρ. «βοῶ τὴν κάργαν» — κομπορρημονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karga].
Dictionary of Greek. 2013.